Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Συνέντευξη από τον κ. Στεφάνου (1)

Στις 3 του Μάη η ομάδα μας είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον κ. Στέφανο Στεφάνου, Σουφλιώτη που ζει και εργάζεται (ακόμα, παρά τα 85 χρόνια του) στην Αθήνα, ως επιμελητής εκδόσεων στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και στο Μορφωτικό Ίδρυμά της. Μεταξύ των άλλων αντλούμε από τα λεγόμενά του πληροφορίες για τον πραγματικό Νεόφυτο, τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος της Δ. Σωτηρίου.


 Ο κ. Στεφάνου στο σχολείο μας
  Ο πραγματικός Νεόφυτος λοιπόν ήταν ο πρωτότοκος γιός της οικογένειας Τιάκα, το σπίτι της οποίας σώζεται ακόμα, πάνω από το αρχοντικό Κουρτίδη, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Μετάξης. Οι γονείς του ήταν ο Πασχάλης και η Σταυρούλα (στο μυθιστόρημα αναφέρονται ως παππούδες του) που ως χαρακτήρες ήταν όπως περιγράφονται, με εμφανή τον αρχηγικό ρόλο της «θειάς Σταυρούλας» στην οικογένεια. Οικογένεια φτωχή, εργατική, από αυτές που στήριξαν πολύ τον Αργύρη Αρκαράνη (Άρης), ο οποίος οργάνωσε το αντάρτικο κατά των Γερμανών στην περιοχή. Δύο αγόρια είχε η οικογένεια, το Νεόφυτο ή Νιώτη, τον Κώστα ή Κώτσιο, και τέσσερα κορίτσια, τη Μαριάνθη, τη Βασιλιώ, τη Χρυσούλα και τη Θεοπίστη.
  Βέβαια η τύχη των μελών της οικογένειας δεν είναι αυτή ακριβώς που αναφέρεται χάριν της μυθιστορηματικής πλοκής στο βιβλίο. Η Βασιλιώ βρέθηκε όντως στη φυλακή μετά το 1944, όμως η φυλακισμένη Χρύσα δεν ήταν η αδελφή της Βασιλιώς, αλλά η Χρύσα Μαλουσάρη μια άλλη αξιόλογη αγωνίστρια της εποχής. Ο Κώστας συνελήφθη από τους Γερμανούς, κατάφερε όμως να αποδράσει, πράγμα μάλλον δύσκολο και σπάνιο, εξ’ ου και το παρατσούκλι «δραπέτης» που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Μετά την απόδραση του κατέφυγε στο βουνό ως αντάρτης.
  Και ο Νεόφυτος; Ήταν ο πρώτος αντάρτης από το Σουφλί. Μάλιστα τη φυγή του στο βουνό μας διηγήθηκε πολύ γλαφυρά ο «παππούς Στέφανος», αφού εκείνη την ημέρα ήταν μαζί του. Όπως μας είπε, πήγαν να συναντήσουν τους αντάρτες στη θέση Μάρμαρο, ένα ρέμα πίσω από τα νεκροταφεία του χωριού, προκειμένου να τους εφοδιάσουν με τρόφιμα όπως συνήθως. Εκείνη τη μέρα ο Νιώτης ήταν πολύ βαριά ντυμένος, κάτι που έκανε εντύπωση στο σύντροφό του. Μετά την παράδοση των τροφίμων ο Νεόφυτος είπε στο Στέφανο:
-Άιντε τώρα πήγαινε.
-Κι εσύ;
-Εγώ πάω πάνω. Άντε και καλή αντάμωση στα γουναράδικα.
  Όχι, δεν πρόκειται για τοποθεσία στα μέρη μας. Είναι από ένα παραμύθι με αλεπούδες όπου η αλεπού αποχαιρετά με αυτή την έκφραση τα αλεπουδάκια της, εννοώντας «θα ξανασυναντηθούμε όταν θα μας πιάσουν και θα μας κάνουν γούνες κρεμασμένες στη βιτρίνα των γουναράδικων».
  Το Νεόφυτο δεν τον έπιασαν αλλά και δεν τον ξανασυνάντησε ο παππούς ο Στέφανος, αφού σκοτώθηκε στη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου κατά των Γερμανών.
  Όσο για το Σπάρτακο, όχι δεν τον είχε ακούσει ο Νεόφυτος, αλλά είχε ακούσει το στεναγμό του ξωμάχου, του εργάτη και της εργάτριας. Είχε νιώσει το άδικο, την εκμετάλλευση. Είχε αγαπήσει πολύ τον τόπο του για να τον αφήσει στα χέρια του κατακτητή. Είχε ακούσει επιτακτική τη φωνή μέσα του για αγώνα μέχρι θανάτου για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, για μια κοινωνία με κέντρο και υπέρτατη αξία τον Άνθρωπο και μόνο αυτόν.
Πατσιά Μαρία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου